πλοκόρ(ρ)αβδος

πλοκόρ(ρ)αβδος
η, Ν
βλαστός, κλαδί κατάλληλο για την καλαθοπλεκτική, όπως είναι οι μονοετείς ή διετείς βλαστοί λυγαριάς, σπάρτου κ.ά. φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοκή + ράβδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”